εύελπης

εύελπης
ο
πληθ. ευέλπιδες, -ίδων
1. μαθητής της στρατιωτικής σχολής που ετοιμάζει αξιωματικούς του στρατού ξηράς.
2. αυτός που δίνει καλές ελπίδες: Ευέλπιδες νέοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευελπής — εὐελπής, ές (Α) 1. ο ποθητός 2. αυτός που έχει ελπίδα για κάτι καλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελπής (< έλπομαι), πρβλ. α ελπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”