- εύελπης
- οπληθ. ευέλπιδες, -ίδων1. μαθητής της στρατιωτικής σχολής που ετοιμάζει αξιωματικούς του στρατού ξηράς.2. αυτός που δίνει καλές ελπίδες: Ευέλπιδες νέοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.